- καλπαστικός
- -ή, -όαυτός που μοιάζει με καλπασμό, που ανήκει ή αναφέρεται στον καλπασμό («καλπαστικός ήχος τής καρδιάς» — παθολογικός ρυθμός τών παλμών τής καρδιάς, ο οποίος ακούγεται σαν ήχος καλπασμού).επίρρ...καλπαστικώς και -άμε καλπασμό, σαν καλπασμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλπάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.